Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε στο Las Vegas από 22-24 Φεβρουαρίου.
Η Κλινική μας συμμετείχε ως προσκεκλημένοι ομιλητές στο Συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Ρομποτικής Χειρουργικής και αποτελεί Ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας!
Με τον καθηγητή Ashok Hemal που συνυπήρξαμε προεδρεύοντες σε ΠΟΛΛΑ Ουρολογικά Συνέδρια!
Οι ασθενείς με μη διηθητικό καρκίνο που έχουν υποστεί κυστεκτομη μετά αποτυχία ενδοκυστικων εγχύσεων και έχουν νόσο στη προστακτική ουρήθρα, έχουν χειρότερη πρόγνωση σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που ανακοίνωσε η ομάδα απο το Johns Hopkins Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Αμερικής. Οι ασθενεις αυτοί χρειάζονται συχνότερο έλεγχο σε βάθος πενταετίας.
Prostatic Urethral Involvement Tied to Worse Outcomes in NMIBC
Prostatic urethral involvement predicts cancer recurrence and premature death in men undergoing cystectomy for nonmuscle-invasive bladder cancer (NMIBC) even without upstaging.
Aaron Brant, MD, of the Brady Urological Institute at Johns Hopkins in Baltimore, and colleagues studied outcomes from 177 NMIBC patients at the institution. Two-thirds chose cystectomy after Bacillus Calmette–Guérin (BCG) failure, another 20% had high-grade T1 disease, and 11% had an unresectable large volume or multifocal tumor. Upon final pathology, cancer staging remained pT1, pTis, or pTa, and N0. Of the cohort, 63 men had prostatic urethral involvement (PUI) observed in pathological specimens. PUI was non-invasive (Ta or Tis) in 89% of affected men and superficially invasive (T1) in 11%; none had stromal invasion.
According to results published in the World Journal of Urology, men with PUI had worse recurrence-free, cancer-specific, and overall survival than men without it. Patients with PUI were significantly more likely to experience cancer recurrence in the urinary tract. They also were significantly more likely to have multifocal tumor (91% vs 52%), positive urethral margins (8% vs 0%), positive ureteral margins (19% vs 5%), and intravesical therapy (85% vs 64%). On multivariate analysis, PUI independently predicted a significant 2-fold increased risk for overall mortality.
“These findings indicate that PUI is an adverse pathologic feature of NMIBC independent of its association with CIS [carcinoma in situ], positive urinary tract margin, multifocal tumor, and pathologic upstaging,” Dr Brant and the team stated. The investigators believe PUI may indicate a “pan-urothelial” phenotype rather than localized cancer. They suggested men with PUI should be monitored closely for recurrence.
“In our practice, patients with PUI undergo urine cytology testing and CT imaging every 3–6 months for the first 2 years after surgery and then annually thereafter. In the patients who do not undergo urethrectomy, urethroscopy is performed every 6–12 months for 3 years.”
Bladder Cancer Surgery Delay Increases Death Risk
Delays in RC longer than 12 weeks from diagnosis were associated with significant 1.6- and 1.3-fold increased risks of death among with or without NAC, respectively, Chu’s team reported in Cancer.
Using the Surveillance, Epidemiology, and End Results (SEER) database and the Medicare claims database, Alice T. Chu and colleagues looked at patients with stage II urothelial carcinoma of the bladder who underwent RC from 2004 to 2012. The investigators stratified 1,509 patients into RC groups with or without neoadjuvant chemotherapy (NAC).
Among patients proceeding to RC without NAC, those living in high-poverty neighborhoods or lived in non-metropolitan areas had significant 1.4- and 1.6-fold increased odds of delayed care, respectively. Men and patients who required a provider transfer for bladder cancer care had significant 2.2-fold and 1.8-fold increased odds of delayed care, respectively.
“Timely surgery is fundamental in the treatment of MIBC, and this necessitates attention to disparities in access to complex surgical care and care coordination,” the authors concluded.
Κάθε χρόνο, περίπου 80.000 άνθρωποι διαγιγνώσκονται με καρκίνο της ουροδόχου κύστης και περίπου 17.000 θα χάσουν τη ζωή τους από τη νόσο, η οποία στις ΗΠΑ αποτελεί τον 6ο συχνότερα εμφανιζόμενο τύπο καρκίνου.
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης διακρίνεται σε επιφανειακό, διηθητικό όταν έχει προχωρήσει στο μυϊκό τοίχωμα της ουροδόχου κύστεως και μεταστατικό όταν έχει προχωρήσει εκτός της ουροδόχου κύστεως.
Σύμφωνα με στατιστικές έρευνες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το 20% – 25% των διαγνώσεων καρκίνου στην ουροδόχο κύστη, αφορά στο διηθητικό τύπο.
Το 2017, οι ασθενείς που διαγνώστηκαν με μεταστατικό καρκίνο είχαν πολλές νέες ανοσοθεραπείες που προστέθηκαν στις επιλογές θεραπείας τους, συμπεριλαμβανομένων των nivolumab, pembrolizumab, avelumab, durvalumab και atezolizumab.
Αντίθετα, οι ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με διηθητικό καρκίνο της ουροδόχου κύστης παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο θανάτου, ο οποίος δεν έχει βελτιωθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι τρέχουσες εξελίξεις γύρω από την αντιμετώπιση του διηθητικού καρκίνου στην ουροδόχο κύστη αποτέλεσαν το βασικό θέμα συζήτησης στο πρόσφατο ουρολογικό συνέδριο Genitourinary Cancers 2018, που έλαβε χώρα στο Σαν Φρανσίσκο, των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του συνεδρίου, μία από τις κύριες προκλήσεις της θεραπείας του διηθητικού καρκίνου στην ουροδόχο κύστη είναι ότι πολλοί ασθενείς τυγχάνουν υποβαθμισμένης αντιμετώπισης.
Ειδικότερα, τα θέματα που αναδείχτηκαν ήταν, αφενός, ότι οι ασθενείς με διηθητικό καρκίνο στην ουροδόχο κύστη δεν λαμβάνουν προεγχειρητική χημειοθεραπεία και, αφετέρου, η μη τήρηση καθορισμένων κατευθυντήριων γραμμών.
Για την ακρίβεια, η Αμερικανική Ουρολογική Ένωση (AUA) και αρκετές άλλες ιατρικές οργανώσεις δημοσίευσαν μόλις το πρώτο σύνολο κλινικών οδηγιών για τη θεραπεία του μη μεταστατικού διηθητικού καρκίνου στην ουροδόχο κύστη, μόλις το 2017.
Σύμφωνα με αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές:
- Η χημειοθεραπεία που βασίζεται στη σισπλατίνη πρέπει να προσφέρεται σε ασθενείς επιλέξιμους για κυστεκτομή πριν από τη χειρουργική επέμβαση.
- Η ριζική κυστεκτομή πρέπει να διεξάγεται το συντομότερο δυνατό μετά την ολοκλήρωση της εισαγωγικής θεραπείας και την ανάρρωση του ασθενή.
- Οποιοσδήποτε ασθενής δεν είναι επιλέξιμος για χημειοθεραπεία που βασίζεται σε σισπλατίνη, θα πρέπει να προχωρήσει σε οριστική τοπική θεραπεία.
Σημαντικά μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης για τους ασθενείς με καρκίνο του νεφρού, τύπου cT1b, προσφέρει η επιλογή της μερικής νεφρεκτομής σε σύγκριση με τη ριζική αφαίρεση του οργάνου, σύμφωνα με πρόσφατη επιστημονική μελέτη που έλαβε χώρα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ωστόσο, και οι δυο χειρουργικές προσεγγίσεις εμφανίζουν αντίστοιχα αποτελέσματα επιβίωσης όταν εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση καρκίνου τύπου cT2.
Ο σχηματισμός όγκου στα νεφρά αποτελεί την όγδοη πιο συχνή κακοήθεια στους άνδρες και η τρίτη συχνότερη εν γένει στο ουροποιητικό σύστημα. Προσβάλει δυο φορές συχνότερα τους άνδρες και εμφανίζεται συνήθως µετά την ηλικία των 60 ετών.
Όσο πιο έγκαιρα διαγνωστεί ο καρκίνος του νεφρού τόσο μεγαλύτερες είναι και οι πιθανότητες ίασης.
Σε περίπτωση που ο όγκος είναι περιορισμένος µόνο στο νεφρό και διαπιστώνεται ότι μπορεί να αφαιρεθεί µε ασφάλεια, πραγματοποιείται μερική νεφρεκτομή, προκειμένου να σωθεί όσο περισσότερο λειτουργικό τμήμα του νεφρού και να ελαττωθεί η πιθανότητα μελλοντικής αιμοκάθαρσης. Όταν ο καρκίνος είναι πιο εκτεταμένος τότε συνίσταται η ριζική εκτομή του νεφρού.
Η μερική νεφρεκτομή είναι η τυπική αντιμετώπιση για τους μικρότερους όγκους, τύπου cT1a, όμως τα αποτελέσματα της πρόσφατης έρευνας που πραγματοποίησαν επιστήμονες Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, στις ΗΠΑ, αποκάλυψαν ότι υπάρχει σοβαρή βάση για την καθιέρωση της μερικής νεφρεκτομής ως επέμβαση εκλογής και σε μεγαλύτερους όγκους (cT1b και cT2).
Για να διερευνήσουν την επιβίωση και τα περιεγχειρητικά αποτελέσματα της μερικής έναντι της ριζικής νεφρεκτομής για τους καρκίνους τύπου cT1b και cT2, οι επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι χρησιμοποίησαν την Εθνική Βάση Δεδομένων για τον Καρκίνο στις ΗΠΑ, προκειμένου να εντοπίσουν ασθενείς από το 1994 έως το 2013 και να επεξεργαστούν τα σχετικά στοιχεία.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι μεταξύ των ασθενών με καρκίνο νεφρού τύπου cT1b, όσοι υποβλήθηκαν σε μερική νεφρεκτομή είχαν σημαντικά υψηλότερη πιθανότητα επιβίωσης κατά 20% σε σύγκριση με εκείνους που υποβλήθηκαν σε ριζική νεφρεκτομή.
Οι ερευνητές δεν βρήκαν σημαντική διαφορά στα συνολικά ποσοστά επιβίωσης μεταξύ των χειρουργικών προσεγγίσεων στους ασθενείς με καρκίνο του νεφρού τύπου cT2.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να σημειωθεί πως τόσο η μερική όσο και η ριζική αποτελούν χειρουργεία που απαιτούν ιδιαίτερα λεπτούς χειρισμούς. Γι’ αυτό, τα τελευταία χρόνια κερδίζουν έδαφος οι ρομποτικές επεμβάσεις, οι οποίες εμφανίζουν σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι των πιο παραδοσιακών, ανοικτών χειρουργείων.
Η ρομποτική νεφρεκτομή, μερική ή ριζική, είναι πλέον η καθιερωμένη μέθοδος για την αντιμετώπιση του καρκίνου του νεφρού και προσφέρει στον ασθενή, σημαντικά λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο, ελάχιστη παραμονή στο νοσοκομείο και άμεση επάνοδο στη φυσιολογική δραστηριότητα.
Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντική η επιλογή χειρουργού με μεγάλη εμπειρία και υψηλή εξειδίκευση στη χρήση ρομποτικών συστημάτων, ειδικά όσον αφορά στην ρομποτική αντιμετώπιση καρκίνων του νεφρού, τόσο για την επιλογή της ιδανικής για τον ασθενή χειρουργικής προσέγγισης όσο και για την επίτευξη του βέλτιστου δυνατού ιατρικού αποτελέσματος.
Νέες, πρωτοποριακές τεχνικές, όπως η διαδερμική λιθοτριψία, οι οποίες ενσωματώνουν τις τελευταίες εξελίξεις σε επίπεδο ιατρικής επιστήμης και τεχνολογία, προσφέρουν οριστική ανακούφιση, με τον πλέον αναίμακτο, ανώδυνο και αισθητικά άρτιο τρόπο, στη λιθίαση των νεφρών.
Η λιθίαση, κοινώς πέτρα στα νεφρά, αποτελεί μια από τις πιο συνήθεις παθήσεις του ουροποιητικού συστήματος, η συχνότητα της οποίας έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια λόγω του έντονου στρες και της κακής διατροφής που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο τρόπο ζωής.
Μέχρι πρότινος, η αντιμετώπιση της λιθίασης ήταν δύσκολη και επίπονη, καθώς γινόταν με ανοικτές χειρουργικές επεμβάσεις, με την επώδυνη μετεγχειρητική πορεία και το απαράδεκτο αισθητικό αποτέλεσμα που τις συνοδεύει.
Πλέον οι πέτρες στα νεφρά θεραπεύονται με πρωτοποριακές τεχνικές που εντάσσονται στο πλαίσιο της Ελάχιστα Επεμβατικής Χειρουργικής και έχουν ως στόχο την μέγιστη δυνατή αποφυγή τραυματισμού των ιστών του ασθενή.
Μια τέτοια πρωτοποριακή τεχνική, η οποία πραγματοποιείται στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών από την ομάδα του Δρ. Παρδαλίδη Νικολάου, είναι η mini διαδερμική λιθοτριψία.
Η τελευταία θεωρείται ιδανική θεραπεία, όταν οι λίθοι στα νεφρά είναι ευμεγέθεις (δηλαδή μεγαλύτεροι από 2 εκατοστά) καθώς και στις περιπτώσεις:
- κορραλιοειδών λίθων,
- λίθων της νεφρικής πυέλου,
- πολλαπλών καλυκικών λίθων, καθώς και
- σκληρών λίθων που δεν ήταν δυνατή η θραύση τους με εξωσωματική λιθοτριψία.
Με τη mini διαδερμική λιθοτριψία, μπορούν να αντιμετωπιστούν μεγάλοι και πολύπλοκοι λίθοι του νεφρού, για την αντιμετώπιση των οποίων η ανοιχτή χειρουργική επέμβαση ενδεχομένως να προκαλούσε μόνιμη βλάβη, ως και απώλεια του νεφρού.
Η επέμβαση
Πριν από την επέμβαση ο ασθενής υποβάλλεται σε αιματολογικό, ακτινολογικό και καρδιολογικό έλεγχο. Στην περίπτωση που ο ασθενής λαμβάνει αντιπηκτική αγωγή, τότε συνίσταται η διακοπή της για μερικές ημέρες πριν την επέμβαση και αντικατάστασή της με ενέσεις ηπαρίνης, χαμηλού μοριακού βάρους.
Η επέμβαση γίνεται με γενική αναισθησία. Αφού χορηγηθεί νάρκωση στον ασθενή, μέσω μίας πολύ μικροσκοπικής οπής, εισάγεται στο νεφρό ένα ειδικό ενδοσκόπιο που λέγεται νεφροσκόπιο. Στη συνέχεια, εντοπίζεται ο λίθος, κατακερματίζεται με τη βοήθεια λέιζερ και στη συνέχεια αφαιρουνται τα θραύσματά του. Στο τέλος της επέμβασης, δεν τοποθετείται πλέον σωλήνας παροχέτευσης στο νεφρό (νεφροστομία) και ο ασθενής εξέρχεται από το νοσοκομείο σε 24 ώρες.
Πλεονεκτήματα
Ως ελάχιστη επεμβατική χειρουργική μέθοδος, η mini διαδερμική λιθοτριψία διακρίνεται από μια σειρά πλεονεκτημάτων σε σύγκριση με την ανοιχτή χειρουργική επέμβαση, όπως:
- Ελαχιστοποίηση τραυματισμού των ιστών,
- Μηδαμινή απώλεια αίματος
- Ελάχιστος μετεγχειρητικός πόνος
- Βέλτιστο αισθητικό αποτέλεσμα
- Ταχύτερη ανάρρωση κι επιστροφή στις καθημερινές δραστηριότητες
H mini διαδερμική λιθοτριψία είναι μία καθιερωμένη, ασφαλής και αποτελεσματική μέθοδος θεραπείας για την αντιμετώπιση της νεφρικής λιθίασης, με καταγεγραμμένο ποσοστό επιτυχίας στο 98%. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι απαιτεί ειδικό τεχνολογικό εξοπλισμό, καθώς επίσης και μεγάλη τεχνογνωσία και ενδοσκοπική εμπειρία από πλευράς του χειρουργού.
Η παχυσαρκία έχει λάβει πλέον διαστάσεις πανδημίας στην Ελλάδα, με συνέπεια να έχει αυξηθεί επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια και η εμφάνιση πολλών συνοδών προβλημάτων και παθήσεων που συνδέονται με το υπερβολικό βάρος, όπως η λιθίαση και οι καρκίνοι του ουροποιητικού συστήματος.
Η παχυσαρκία είναι η πάθηση που προκαλείται από την υπερβολική συσσώρευση λίπους στο σώμα, έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία και οδηγεί σε μείωση του προσδόκιμου ζωής, ευνοεί την εμφάνιση μεγάλου αριθμού συνοδών παθήσεων.
Είναι ευρύτερα γνωστή η σύνδεση της παχυσαρκίας με την αρτηριακή υπέρταση, το σακχαρώδη διαβήτη και την άπνοια ύπνου.
Ωστόσο, η παχυσαρκία αποτελεί παράγοντα που αυξάνει τον κίνδυνο και για άλλες, πολύ σοβαρές παθήσεις του ουροποιητικού συστήματος, όπως η λιθίαση και ο καρκίνος.
Η λιθίαση προκύπτει όταν τα άλατα που αποβάλλονται από τα νεφρά σχηματίζουν κρυστάλλους που σταδιακά ενώνονται μεταξύ τους και δημιουργούν πέτρες. Η κατανάλωση αυξημένης ποσότητας ζωικού λευκώματος και ζωικού λίπους προδιαθέτει στη δημιουργία τέτοιων λίθων. Το ίδιο και η αυξημένη κατανάλωση αλατιού. Γενικά, τα άτομα με αυξημένο το δείκτη μαζας – σώματος (ΒΜΙ) και περίμετρο μέσης και ιδιαίτερα οι γυναίκες εμφανίζουν περισσότερο λίθους.
Αντίστοιχα, η παχυσαρκία θεωρείται παράγοντας κινδύνου και για τους καρκίνους του ουροποιητικού συστήματος, όπως ο καρκίνος του νεφρού. Ο τελευταίος θεωρείται νόσος των ενηλίκων της 6ης και 7ης δεκαετίας της ζωής, όμως, η συχνότητά του έχει αυξηθεί την τελευταία εικοσαετία και σε μικρότερες ηλικίες, παράλληλα με τη διάδοση του καπνίσματος και την έξαρση της παχυσαρκίας σε νεαρότερα άτομα.
Χειρουργική αντιμετώπιση
Τόσο η λιθίαση όσο και οι καρκίνοι του ουροποιητικού συστήματος, αποτελούν επικίνδυνες παθήσεις για την αντιμετώπιση των οποίων, όπως άλλωστε και της νοσογόνου παχυσαρκίας, απαιτείται χειρουργείο.
Μέχρι πρότινος, η αντιμετώπιση της λιθίασης και των καρκίνων του ουροποιητικού συστήματος ήταν δύσκολη και επίπονη για τον ασθενή.
Τα τελευταία χρόνια όμως, η εξέλιξη της ιατρικής τεχνολογίας έχει καταστήσει την ανοικτή χειρουργική προσπέλαση στους νεφρούς – και το ουροποιητικό σύστημα γενικότερα – απαρχαιωμένη και πλέον προτιμάται η επιλογή ελάχιστα επεμβατικών μεθόδων με τη χρήση εξοπλισμού υψηλής τεχνολογίας, όπως τα ιατρικά laser και το ρομποτικό χειρουργικό σύστημα da Vinci.
Στην περίπτωση της λιθίασης, οι ελάχιστες επεμβατικές μέθοδοι αφορούν σε:
- Εξωσωματική λιθοτριψία, κατά την οποία ωστικά κύματα κονιορτοποιούν τις πέτρες, χωρίς χειρουργική επέμβαση.
- Ενδοσκοπική ανιούσα αφαίρεση, κατά την οποία εισάγεται διαμέσου της ουρήθρας του ασθενή ουρητηροσκόπιο ή εύκαμπτο ουρητηρονεφροσκόπιο ακόμη και μέχρι το νεφρό, και οι λίθοι κονιορτοποιούνται με τη χρήση laser.
- Διαδερμική λιθοτριψία, κατά την οποία δημιουργείται χαμηλά στην πλάτη του ασθενή ένα κανάλι από το δέρμα προς το νεφρό. Εκεί τοποθετείται ένας σωλήνας με διάμετρο χιλιοστών, μέσα από τον οποίο, αφού πρώτα κατακερματιστεί ο λίθος με λέιζερ, στη συνέχεια αφαιρούνται τα θραύσματα του λίθου.
Πλέον, όμως, με τη συμβολή της σύγχρονης τεχνολογίας και ειδικότερα με τη χρήση του περίφημου ρομπότ da Vinci, αλλάζουν τα δεδομένα και ως προς την αντιμετώπιση των καρκίνων του ουροποιητικού συστήματος.
Το σύστημα da Vinci αυξάνει τις χειρουργικές δυνατότητες επιτρέποντας την πραγματοποίηση πολύπλοκων και λεπτών επεμβάσεων, επιτρέποντας τη μερική ή ριζική αφαίρεση οργάνων (π.χ. νεφρών) ή τη δημιουργία νέων (π.χ. νέας ουροδόχου κύστης από σφαιρικό τμήμα εντέρου στη θέση της παλαιάς) διαμέσου πολύ μικρών οπών.
Η ρομποτική αυτή μέθοδος πραγματοποιείται με επιτυχία σε ελάχιστα νοσοκομεία παγκοσμίως. Στην Ελλάδα εφαρμόζεται ήδη από το 2006 στο Ιατρικό Κέντρο με την έλευση του πρώτου ρομποτικού συστήματος στην Ελλάδα, από την ομάδα του Δρ. Παρδαλίδη Νικόλαου, με εξαιρετικά αποτελέσματα.
Οι παραπάνω τεχνικές έχουν απλοποιήσει την αντιμετώπιση της λιθίασης και των καρκίνων του ουροποιητικού συστήματος καθιστώντας απαρχαιωμένες τις ανοικτές χειρουργικές επεμβάσεις με την επώδυνη μετεγχειρητική πορεία και το απαράδεκτο αισθητικό αποτέλεσμα που τις συνοδεύει.
Ωστόσο, για να έχουν επιτυχία πρέπει αφενός να εφαρμόζονται από εξαιρετικά εξειδικευμένους χειρουργούς, με μεγάλη εμπειρία και τεχνογνωσία, κι αφετέρου να υποστηρίζονται από τον κατάλληλο τεχνολογικό εξοπλισμό.
Άμεση ανακούφιση και επιστροφή σε μια φυσιολογική ζωή έρχονται να προσφέρουν με τον πλέον ανώδυνο τρόπο σε χιλιάδες ανθρώπους που έχουν διαγνωστεί με λιθίαση, κοινώς πέτρα στα νεφρά, νέες, ελάχιστα επεμβατικές προσεγγίσεις που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, χάρη στην αλματώδη εξέλιξη της ιατρικής τεχνολογίας.
Η λιθίαση προκύπτει όταν τα άλατα που αποβάλλονται από τα νεφρά σχηματίζουν κρυστάλλους που σταδιακά ενώνονται μεταξύ τους και δημιουργούν πέτρες. Αυτό μπορεί να συμβαίνει ως συνέπεια πολύ πυκνών ούρων, χαμηλής κατανάλωσης υγρών ή αυξημένης αποβολής μεταλλικών στοιχείων στα ούρα.
Στο σχηματισμό λίθων μπορεί να συμβάλλουν, επίσης, οι κακές διατροφικές συνήθειες και η στάση των ούρων ως συνέπεια ανατομικών ή παθολογικών καταστάσεων, ενώ σημαντικός παράγοντας είναι και η κληρονομικότητα.
Οι λίθοι στα νεφρά εντοπίζονται εύκολα με τις σύγχρονες απεικονιστικές μεθόδους. Η απλή ακτινογραφία απεικονίζει το 80% των περιπτώσεων, ενώ το υπερηχογράφημα προσφέρει επιπλέον πληροφορίες για τη θέση τους, καθώς και για το αν υπάρχει απόφραξη, δηλαδή εμπόδιο στη ροή των ούρων. Η αξονική τομογραφία προσφέρει ακόμα πιο λεπτομερή απεικόνιση των λίθων, καθώς και πληροφορίες για την κατάσταση των νεφρών.
Συνήθως, οι πέτρες στα νεφρά δημιουργουν συμπτώματα πλην ίσως μιας ανώδυνης μικροσκοπικής αιματουρίας. Εάν οι λίθοι μετακινηθούν στον ουρητήρα, τότε προκαλούν απόφραξη. Ως συνέπεια, διογκώνεται ο νεφρός και προκαλείται οξύτατος πόνος, ο γνωστός κολικός του νεφρού.
Αντιμετώπιση
Η παρουσία των λίθων μέσα στην αποχετευτικη μοίρα του νεφρού μπορεί να προκαλέσει καταστροφή του οργάνου δεδομένου ότι προκαλεί με τη πάροδο του χρόνου εξαφάνιση της λειτουργικής ουσίας του (ίνωση) που έχει ως αποτέλεσμα την ανεπάρκειά του. Για αυτό ακριβώς το λόγο, η ύπαρξη κάθε μορφής λίθου μέσα στο ουροποιητικό χρειάζεται αντιμετώπιση.
Μέχρι πρότινος, η αντιμετώπιση της λιθίασης ήταν δύσκολη και επίπονη. Τα τελευταία χρόνια όμως, η εξέλιξη της ιατρικής τεχνολογίας έχει καταστήσει την ανοικτή χειρουργική προσπέλαση στους νεφρούς απαρχαιωμένη και πλέον οι πέτρες αντιμετωπίζονται με ελάχιστα επεμβατικές μεθόδους, όπως:
Εξωσωματική λιθοτριψία
Η εξωσωματική λιθοτριψία έχει εξαιρετικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση των λίθων του νεφρού και του αρχικού τμήματος του ουρητήρα. Για τη θραύση των λίθων χρησιμοποιείται ένα υψηλής τεχνολογίας ιατρικό μηχάνημα, ο εξωσωματικός λιθοτρίπτης, ο οποίος αξιοποιεί ωστικά κύματα για να κονιορτοποιήσει τις πέτρες, χωρίς χειρουργική επέμβαση.
Ενδοσκοπική ανιούσα αφαίρεση
Σε αυτήν την προσέγγιση, το ουρητηροσκόπιο, ένα λεπτό, μακρύ κι εύκαμπτο ενδοσκόπιο, εισάγεται διαμέσου της ουρήθρας του ασθενή, ανέρχεται στον ουρητήρα και φτάνει στο νεφρό. Εκεί ο ενδοσκόπος, ο οποίος απαιτείται να έχει μεγάλη εμπειρία στις ιδιαιτερότητες αυτής της τεχνικής, επιθεωρεί με το ενδοσκόπιο την περιοχή του νεφρού που βρίσκεται ο λίθος, τον κονιορτοποιεί με τη χρήση laser και τον αφαιρεί.
Η ενδοσκοπική ανιούσα αφαίρεση των λίθων είναι μια μέθοδος με ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά επιτυχία που ξεπερνούν το 95%.
Διαδερμική λιθοτριψία
Η διαδερμική λιθοτριψία συνίσταται για την αποτελεσματική αντιμετώπιση μεγάλων και πολύπλοκων λίθων του νεφρού. Σε αυτή τη μέθοδο, δημιουργείται πλάγια χαμηλά στην οσφυική περιοχή του ασθενή ένα κανάλι από το δέρμα προς το νεφρό. Εκεί τοποθετείται ένας σωλήνας με διάμετρο χιλιοστών μέσα από τον οποίο αφαιρούνται τα θραύσματα του λίθου.
Η διαδερμική λιθοτριψία έχει καλύτερα αποτελέσματα όταν συνδυάζεται με την ενδοσκοπική ανιούσα αφαίρεση.
Οι παραπάνω τεχνικές έχουν απλοποιήσει την αντιμετώπιση της λιθίασης στα νεφρά καθιστώντας απαρχαιωμένες τις ανοικτές χειρουργικές επεμβάσεις με την επώδυνη μετεγχειρητική πορεία και το απαράδεκτο αισθητικό αποτέλεσμα που τις συνοδεύει.
Ωστόσο, για να έχουν επιτυχία πρέπει αφενός να εφαρμόζονται από εξαιρετικά εξειδικευμένους χειρουργούς, με μεγάλη εμπειρία και τεχνογνωσία, κι αφετέρου να υποστηρίζονται από τον κατάλληλο τεχνολογικό εξοπλισμό.
Μια σειρά από νέα, διεθνώς εγκεκριμένα φάρμακα για την αντιμετώπιση του προχωρημένου καρκίνου του προστάτη, παρατείνουν σημαντικά τη ζωή των ασθενών, σύμφωνα με τα ευρήματα εκτεταμένης δημογραφικής έρευνας που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο πλαίσιο της επιστημονικής έκδοσης, International Urology and Nephrology.
Η τελευταία βασίστηκε σε ανάλυση στοιχείων από τη μεγάλη βάση δεδομένων του προγράμματος Επιδημιολογικής Επιτήρησης και Τελικών Αποτελεσμάτων (SEER) του Εθνικού Ινστιτούτου για τον Καρκίνο (NCI) στις ΗΠΑ.
Η ομάδα των ερευνητών, με επικεφαλής τον Δρ. Μπαντίνι από το ινστιτούτο Osperdale San Raffaele στο Μιλάνο της Ιταλίας, εντόπισαν συνολικά 19.047 άνδρες που είχαν διαγνωσθεί με μεταστατικό καρκίνο του προστάτη, για τους οποίους η πρόγνωση είναι κακή ανεξάρτητα από τη θεραπεία, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2004-2014.
Από αυτή την ομάδα, 4.298 άνδρες που έλαβαν διάγνωση μεταξύ 2004 και 2008 ταξινομήθηκαν ως ιστορικοί ασθενείς κι άλλοι 4.298 που διαγνώστηκαν μεταξύ 2009 και 2014, ταξινομήθηκαν ως σύγχρονοι ασθενείς.
Η μέση ηλικία και των δύο ομάδων ήταν τα 70 έτη και στην πλειοψηφία τους οι ασθενείς αυτοί δεν έλαβαν τοπική θεραπεία για τον καρκίνο τους.
Οι ερευνητές έκαναν μια ειδική επιστημονική ανάλυση στα δεδομένα κι ανακάλυψαν ότι η μέση θνησιμότητα με υπαιτιότητα τον καρκίνο ήταν 32 μήνες μεταξύ των ιστορικών ασθενών, σε σύγκριση με 36 μήνες για τους σύγχρονους ομολόγους τους.
Αντίστοιχα, η γενική θνησιμότητα ήταν στους 26 μήνες για τους ιστορικούς ασθενείς και στους 29 μήνες για τους σύγχρονους ασθενείς.
Με άλλα λόγια, οι πιο σύγχρονοι ασθενείς αποδείχθηκε ότι είχαν ποσοστό επιβίωσης υψηλότερο κατά περίπου 12% σε σύγκριση με τους παλαιότερους ομολόγους τους.
Πέντε νέα φάρμακα την περασμένη δεκαετία
Οι ερευνητές συνέδεσαν το εύρημα της βελτιωμένης επιβίωσης των πιο σύγχρονων ασθενών με τα πέντε νέα φάρμακα για τη θεραπεία του καρκίνου του προχωρημένου καρκίνου του που έχουν εγκριθεί κατά την τελευταία δεκαετία.
Αυτά τα φάρμακα είναι τα:
- docetaxel (πολλαπλές μάρκες), που εγκρίθηκε το 2004.
- cabazitaxel (Jevtana, Sanofi-Aventis), που εγκρίθηκε το 2010,
- sipuleucel –T (Provenge, Dendreon Corp), που εγκρίθηκε επίσης το 2010,
- abiraterone (Zytiga, Janssen), που εγκρίθηκε το 2011 και το
- enzalutamide (Xtandi, Astellas), που εγκρίθηκε το 2012.
Αν και η διαφορά στο μέσο χρόνο επιβίωσης για τις δυο ομάδες ασθενών (ιστορικοί – σύγχρονοι) ήταν μικρή, από την άποψη του απόλυτου καθαρού οφέλους, η έρευνα προσέφερε αδιάσειστες και άκρως ελπιδοφόρες αποδείξεις ότι τα νέα φάρμακα για την αντιμετώπιση του προχωρημένου καρκίνου του προστάτη μπορούν να επεκτείνουν το προσδόκιμο ζωής, μερικές φορές ακόμα και για χρόνια.
Νέα δεδομένα στην αντιμετώπιση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης φέρνει η ρομποτική χειρουργική, καθώς συγκριτικά με τις παραδοσιακές ανοικτές επεμβάσεις, ελαχιστοποιεί την επιβάρυνση του ασθενή κατά το χειρουργείο, μηδενίζει τον κίνδυνο λοιμώξεων και επιταχύνει σημαντικά την επιστροφή του στις καθημερινές δραστηριότητες.
Το θήλωμα ή καρκίνος της ουροδόχου κύστης αποτελεί το 3% όλων των κακοηθειών και είναι από τους συχνότερους όγκους στην Ουρολογία. Εμφανίζεται κυρίως σε ηλικίες άνω των 60, συχνότερα στους άνδρες από τις γυναίκες.
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης διακρίνεται σε επιφανειακό, διηθητικό – όταν έχει προχωρήσει στο μυϊκό τοίχωμα του οργάνου – και μεταστατικό, όταν έχει προχωρήσει έξω από αυτό, π.χ. στα σπλάχνα και στα οστά.
Στο θήλωμα ή καρκίνο της ουροδόχου κύστης η πρώιμη και έγκαιρη διάγνωση έχει μεγάλη σημασία. Γι’ αυτό κάθε αιματουρία, καθώς και η εμφάνιση δυσουρικών ενοχλημάτων πρέπει να εξετάζονται αμέσως από τον ειδικό.
Πως αντιμετωπίζεται;
Όταν το θήλωμα είναι επιφανειακό αντιμετωπίζεται με αφαίρεσή του ενδοσκοπικά, μέσα από την ουρήθρα (διουρηθρικά).
Στη περίπτωση που το θήλωμα ή ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι επιθετικός, δηλαδή υψηλής κακοήθειας, ή διηθητικός, συνίσταται ριζική κυστεκτομή, δηλαδή αφαίρεση ολόκληρης της ουροδόχου κύστης και των όμορων ζωτικών οργάνων (στον άνδρα ο προστάτης και οι σπερματοδόχες κύστεις, ενώ στη γυναίκα η μήτρα, οι σάλπιγγες, οι ωοθήκες).
Η αφαίρεση της ουροδόχου κύστης καθιστά αναγκαία την έξοδο των ούρων σε ουροστομία (σακούλα) στο δέρμα του ασθενή. Σήμερα με τη Ρομποτική τεχνολογία είναι εφικτή η αντικατάσταση της καρκινικής ουροδόχου κύστης με νέα κύστη που δημιουργείται ρομποτικά από σφαιρικό τμήμα του εντέρου (ειλεός), προκειμένου να καταστεί εφικτή η φυσιολογική έξοδος των ούρων από το σώμα.
Παραδοσιακά, η ολική κυστεκτομή γίνεται με ανοικτή χειρουργική επέμβαση, πραγματοποιώντας μία μεγάλου μήκους τομή στην κοιλιακή χώρα με αποτέλεσμα έντονο μετεγχειρητικό πόνο, μεγάλο χρόνο νοσηλείας, σημαντική απώλεια αίματος, κίνδυνο λοιμώξεων και καθυστερημένη επιστροφή στη φυσιολογική δραστηριότητα.
Ρομποτική επανάσταση
Πλέον, όμως, με τη συμβολή της σύγχρονης τεχνολογίας και ειδικότερα με τη χρήση του περίφημου ρομπότ da Vinci, αλλάζουν τα δεδομένα.
Το σύστημα da Vinci αυξάνει τις χειρουργικές δυνατότητες επιτρέποντας την πραγματοποίηση πολύπλοκων και λεπτών επεμβάσεων. Σε αυτό βοηθά τόσο η δυνατότητα μεγέθυνσης που προσφέρει το σύστημα da Vinci όσο και η τρισδιάστατη (στερεοσκοπική) όραση.
Ως εκ τούτου, το ρομπότ da Vinci, επιτρέπει τη διενέργεια ριζικής αφαίρεσης της ουροδόχου κύστης και δημιουργίας νέας από σφαιρικό τμήμα εντέρου στη θέση της παλαιάς, διαμέσου πολύ μικρών οπών.
Ως συνέπεια, ελαχιστοποιείται η απώλεια αίματος κατά την επέμβαση και δεν απαιτείται μετάγγιση, το αισθητικό αποτέλεσμα είναι βέλτιστο, η πιθανότητα λοίμωξης τείνει προς το μηδέν, ενώ ογκολογικά το αποτέλεσμα είναι ισάξιο με αυτό της κλασικής χειρουργικής.
Μετά την επέμβαση, ο μετεγχειρητικός πόνος ελαχιστοποιείται, όπως και η παραμονή στο νοσοκομείο, η οποία περιορίζεται στις 4 με 5 ημέρες. Ο ασθενής αναρρώνει γρήγορα και επιταχύνεται σημαντικά η επάνοδός του στη φυσιολογική δραστηριότητα.
Η ρομποτική αυτή μέθοδος κυστεκτομής πραγματοποιείται με επιτυχία σε ελάχιστα νοσοκομεία παγκοσμίως. Στην Ελλάδα εφαρμόζεται ήδη από το 2006 στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών με την έλευση του πρώτου ρομποτικού συστήματος στην Ελλάδα, από την ομάδα του Δρ. Παρδαλίδη Νικόλαου, με εξαιρετικά αποτελέσματα.